Στρέφουμε στα σημάδια που αφήνει ο τουρισμός – σημάδια στο τοπίο, στα σώματα, στις συνήθειες ή στον κοινωνικό ιστό- ένα επικριτικό βλέμμα που μετά βίας κρύβει μια επιθυμία: την επιθυμία μας να διασφαλίσουμε μια διαφορά, να βεβαιώσουμε την πολιτιστική υπεροχή μας. Άλλοτε επικαλούμενο κάποια θεμελιώδη νομιμότητα που υποτίθεται πως καταστρατηγείται -π.χ. με τα αυθαίρετα κτίσματα, τις κατασκευαστικές προχειρότητες ή τις φορολογικές παραβάσεις-, άλλοτε αγανακτώντας για την απαξίωση της ατομικότητας –π.χ. με τις ασφυκτικά γεμάτες παραλίες και τις ομαδικές μετακινήσεις προς τα ηλιοβασιλέματα-, άλλοτε αντιπαραβάλλοντας τον αληθινό τάχατες πολιτισμό με την φτηνή απομίμησή του -π.χ. στους αρχαιολογικούς χώρους που συνορεύουν, συχνά ανταγωνιστικά, με τα θέρετρα- και άλλοτε σαρκάζοντας την αισθητική που αποζητά να αναπαράγει θεαματικά και ευτελώς το γνώριμο – π.χ. τους μεζέδες ούζου στο Instagram με φόντο τους πολυπατημένους κρατήρες ηφαιστείων- το υποκείμενο που εκφέρει όλες αυτές τις κρίσεις ευταξίας και καλού γούστου θέλει κυρίως να δηλώσει πως ανήκει σε ένα άλλο, ανώτερο παράδειγμα, δεν μολύνει τον ελεύθερο χρόνο και τη σχόλη του με την πραγματικότητα της τουριστικής οικονομίας. Ακόμη κι αν συμμετέχει σε κάποιες τουριστικές δραστηριότητες, το επικριτικό υποκείμενο υπονοεί με παρρησία πως στέκεται λίγο παράμερα και παρατηρεί τον εαυτό του να ξοδεύει γενναιόδωρα λίγο από το πολιτιστικό του κεφάλαιο, γιατί ακριβώς επειδή διαθέτει κεφάλαιο μπορεί να αγανακτεί με την απώλεια της ατομικότητάς του και ταυτόχρονα να την απολαμβάνει, μπορεί να ευτελίζει την αισθητική του και ταυτόχρονα να την ενδυναμώνει.
Αυτή η αυτάρεσκη κριτική στη διασαλευμένη οικονομία ή την παραμορφωτική πολεοδομία του τουρισμού αποκτά νέα επιχειρήματα και ένταση όταν κατευθύνει τα βέλη της στα θεματικά τουριστικά πάρκα που έχουν αναπτυχθεί σε θέρετρα όπως το Φαληράκι της Ρόδου, τα Μάλια ή η Χερσόνησος στη Βόρεια Κρήτη. Για ποιο λόγο είναι τόσο ενοχλητικές αυτές οι μικρές περίκλειστες πολιτείες που τους καλοκαιρινούς μήνες είναι γεμάτες από χιλιάδες τουρίστες και τον χειμώνα γίνονται προσωρινοί ερειπιώνες; Μήπως διότι η ζωώδης νεανική τους ενέργεια ξεσπά σε μια σπατάλη ηδονής που περιφρονεί όλα τα προσχήματα ποιότητας και υψηλών απολαύσεων; Μήπως διότι δεν πλαισιώνονται από τις αρχαιοελληνικές ή δημώδεις συμβάσεις που έχουν αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού τουριστικού προϊόντος; Ή μήπως διότι οι χρήστες τους προέρχονται κατά τεκμήριο από τα λαϊκότερα στρώματα και με τον τρόπο που διασκεδάζουν, με τον τρόπο που ντύνονται, καταναλώνουν και εξαντλούνται κάνουν τόσο σαφή τον ταξικό χαρακτήρα του τουρισμού, λειτουργώντας κατοπτρικά για τον παρατηρητή που θέλει να απωθήσει τον ταξικό χαρακτήρα του δικού του βλέμματος;
Είχα πρωτοδεί την έκθεση της Αγγελικής Σβορώνου και του Μαρίνου Τσαγκαράκη στην Δημοτική Πινακοθήκη Αγίου Νικολάου, ένα όμορφο κτίριο στο κέντρο της πόλης. Ο Άγιος Νικόλαος είναι η πρώτη πόλη στην Κρήτη που αναπτύχθηκε τουριστικά, στην πραγματικότητα φέρει τα πολεοδομικά και πολιτιστικά ίχνη της απότομης μεταμόρφωσής της από μικρό εμπορικό και διοικητικό κέντρο σε σφύζουσα λουτρόπολη. Στο περιβάλλον του Αγίου Νικολάου, η δίδυμη έκθεση ήταν περισσότερο ένας τρυφερός αναστοχασμός για το οικείο παρά όπως συμβαίνει σε αντίστοιχες φωτογραφικές ενότητες μια αλαζονική διαπραγμάτευση του αλλότριου και του κιτς. Δεν μιλούσε για τον τουρισμό ως κάποια δυστοπία που αλλοιώνει το τοπίο και τις συνειδήσεις. Το αντίθετο. Κατέγραφε τις υποδομές που υποδέχονται τη νεανική σπατάλη ενέργειας και απόλαυσης, τον τρόπο με τον οποίον οι μυθολογίες της ελληνικότητας και του τουρισμού (θάλασσα, αρχαιότητα, Κρήτη) γίνονται με χιούμορ αυτοαναφορικά σκηνικά, κυρίως αναδείκνυε την ταξικότητα πίσω από τις δραστηριότητες, τους παραγωγικούς μηχανισμούς, τους χώρους και τις χρήσεις.
Πράγματι, το βλέμμα των δύο φωτογράφων δεν κρίνει, δεν απαξιώνει και ως εκ τούτου δεν βεβαιώνει με πλαστή ανωτερότητα κάποια υποτιθέμενη διαφορά. Τόσο οι φωτογραφίες της Σβορώνου, τραβηγμένες ως επί το πλείστον κατά τη διάρκεια του θερινού παροξυσμού, όσο και οι φωτογραφίες του Τσαγκαράκη, όταν οι εργαζόμενοι ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους και επισκευάζουν τα κτίρια και τις υποδομές από τις φθορές, αποτελούν μια παιγνιώδη και μελαγχολική εσωτερίκευση του τόπου, της οικονομίας και των εικόνων που δημιουργεί. Μπορεί κανείς να δει τη λειτουργία της οικονομίας στον τρόπο που αποτυπώνουν οι δύο φωτογράφοι τα σώματα: στη θερινή Σβορώνου, τα σώματα το καλοκαίρι είναι παραδομένα στις επιτελέσεις τους, αδιάφορα στο βλέμμα, με τεχνική σεξουαλικότητα η οποία μένει εκτός της εικόνας∙ στον χειμερινό Τσαγκαράκη απουσιάζουν εντελώς. Σε κανέναν από τους δύο τα σώματα δεν δομούνται ως υποκείμενα. Όπως σε κάθε καλή τέχνη, η πολιτική κρίση αποκτά ψυχικό, υπαρξιακό βάθος.
Οι δύο καλλιτέχνες συναντήθηκαν στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής, φωτογραφικής ομάδας Depression Era, ένα εγχείρημα το οποίο συγκέντρωνε πολλούς καλούς καλλιτέχνες αλλά υπονομεύθηκε σε μεγάλο βαθμό από μια σπουδή επικαιρότητας και από την διάθεση αδιαμεσολάβητης, μη μετουσιωμένης πολιτικής κυριολεξίας. Θα ήταν ενδιαφέρον με αφορμή την έκθεση «Summer Inn Paradise Revisited» της Σβορώνου και του Τσαγκαράκη όπου ο πολιτικός στοχασμός μορφοποιείται απολαυστικά σε έργα πολλαπλών αναγνώσεων να θέσουμε μια σειρά ερωτήματα για τη σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα και τον τρόπο που έχει καταφέρει να γίνει ή να μην γίνει καίρια τα τελευταία αυτά χρόνια.
Θεόφιλος Τραμπούλης
Σούνιο, Σεπτέμβριος 2018
Το παρόν κείμενο γράφτηκε για την έκθεση Summer Inn Paradise Revisited στην Elika Gallery, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2018
/ Parabysse /
for the exhibition Summer Inn Paradise
by Angela Svoronou and Marinos Tsagkarakis
There’s a country called Tourism. This seems like a paradoxical statement as tourism means a change of country, with all the fluidity that such a transition entails. Yet, anywhere you go as a tourist, you are definitely stuck in this country – somehow, escape seems impossible even if it’s a country on the move. The language spoken there is English, mixed with any other tongue available. The landmarks that make it recognisable are always the same. But strangely, when you set foot on this magical land of paradise, you won’t easily recognise its landmarks – perhaps because your own identity has been suspended. A critical gaze requires a solid identity but the holiday season urgently drowns all aesthetic criteria in shallow waters and cold Nescafe Frappe. To acknowledge the land of the tourist, you need to look at it from a distance.
The exhibition Summer Inn Paradise by Angela Svoronou and Marinos Tsagkarakis, identifies the landmarks, or rather, the signposts of Tourism, as they swim within the couleur locale of holiday resorts in Greece; the remains of a summer that started in the 60s on the coast of Crete and elsewhere, was sealed by the 80s, and stubbornly goes on and on. The photographic lens, a silently ironic collector, unearths images that our eye would uncritically absorb before the advent of the camera. The two discernible gazes of Svoronou and Tsagkarakis over and inside a marginal Paradise (or should we say, Par-abyss-e) of a fading vernacular summer, are revealing.
Marinos Tsagkarakis traces (and therefore creates) two tendencies. He maps a wet, melancholic landscape of a post-apocalyptic atmosphere, bringing to light the remains of a tourist civilisation that has left its traces on nature as (if) after a natural or nuclear catastrophe. Human beings are eloquently absent. They have left behind metal huts peacefully consumed by grass and decay, signs of phased out businesses, streets that look like rifts, swimming pools half empty, mirroring a descent to a reverse Paradise. A night-club sign featuring an incomplete, inverted “HEAVEN” next to a satellite dish reminding of a UFO landed on the deserted landscape is a strange and sad vision. The second type of landscape outlined by Tsagkarakis is also deserted but smilingly so, since it vibrates from another aesthetic tone: the humorous and horrible (yes, this combination is possible) tone of Kitsch. This landscape is composed by a Kitsch made of Greek antiquity, advertising and decorative extravaganza. The photographer focuses with a directorial symmetry and a keen sense of humour on aesthetic inconsistencies such as the taxi station shaped as an ancient Greek gate. Moreover, he doubles the irony of his tableaux with the self-referential gesture of photographing other photographs, namely the wallpaper paradises of «tropical Kitsch».
Angela Svoronou makes a very different choice of focus. Naturally, Kitsch is also in her agenda but her aesthetic is not in the least interfering (as in staged) while she unflinchingly yet delicately penetrates the tourist phenomenon. Here, Kitsch is not elaborately selected – because, quite simply, it is found everywhere. In Svoronou’s images, Kitsch is not an object but a state of being. What’s more, it is a current situation, well experienced by those who participate in the «people’s sea bathing», a catchphrase coined in the mid ‘80s by the then ruling socialist Greek party PASOK. The Greek flag and the umbrella are the two pillars of the Greek summer, banners of compulsive sunbathing as bodies in various shapes lie half-conscious on Coca Cola sun beds. The photographer takes a walk on the seashore: on one side she spots a beach towel featuring David Beckham, on the other side, a couple that gazes at the sea between two giant amphoras. Under the gaze of Svoronou flourishes some sort of romance. Even if bad taste is emphatically present, there is a nostalgic undertone (without any sort of embellishment), none other than the instinctive understanding of a human need. A need for summer– mainly within. Therefore the photographs of Svoronou contain the crowd, the person or metaphors for human presence such as a stack of sun beds visually referring to the stacked bathers. Again, the self-referential gesture is present, where the empty frame of a sign, functions as a frame within the picture frame, commenting on the selection process.
The photographer is a laconic reader, a creator through the act of selection; a collector of extracts, reciting his anthology. Angela Svoronou and Marinos Tsagkarakis choose to portray a well known national history: the aesthetic destruction of the infinite beauty of our country’s landscape, achieved by an uneducated people through uncontrolled touristic development. Let’s think for a moment which side of tourism they do not choose to put into pictures: the side of «rich» Kitsch, the fashionable tourist life that buries Kitsch under a glittery coat. This glamour side is also part of the Greek tourist industry. Better that they choose not to document it, for their imagery leaves a retro aftertaste and a doubly human touch; a touch of the soul of Greek summer. Where human soul is in Parabysse.
To view the full text in the Summer Inn Paradise Catalogue, go to: https://issuu.com/angelasvoronou/docs/catalogue_web_large
Αφετηρία και αφορμή τούτης της έκθεσης είναι η προσωπική μου εμπειρία από τα τουριστικά θέρετρα της βορειοανατολικής Kρήτης. Έφτασα για πρώτη φορά στον Άγιο Νικόλαο, τη μικρή γραφική πρωτεύουσα του νομού Λασιθίου, το φθινόπωρο του 2006 και έμεινα εδώ εκείνο το χειμώνα. Περνώντας συχνά με το ΚΤΕΛ ή με το αυτοκίνητο από την εθνική οδό που τότε διερχόταν από τα Μάλια, έβλεπα εικόνες που δεν είχα ξαναδεί: μέσα στο φυσικό πλούτο και την ακατέργαστη, τραχιά θα μπορούσε να πει κανείς ομορφιά του τοπίου, παρεμβάλλονταν ξενοδοχεία μικρά και μεγάλα, ενοικιαζόμενα δωμάτια για κάθε βαλάντιο, πλαζ με παραταγμένες σαν στρατιωτάκια ομπρέλες και ξαπλώστρες, ταβέρνες με υπερμεγέθεις ταμπέλες, βρετανικές παμπ με τερατώδη δορυφορικά πιάτα, καταστήματα με σουβενίρ, καντίνες, πισίνες με γκαζόν, water sports και κάθε είδους χώροι αναψυχής σηματοδοτούσαν τη «χώρα που λέγεται Τουρισμός», όπως πολύ εύστοχα σημειώνει η Μαρία Γιαγιάννου στο κείμενό της για την έκθεση. Κάτω από τον όγκο των γυμνών βουνών, μπροστά στο απέραντο γαλάζιο του Κρητικού Πελάγους, οι κατασκευές αυτές φάνταζαν πρόχειρες, προσωρινές, σαν σπιρτόκουτα που ένας δυνατός άνεμος θα μπορούσε να διαλύσει. Κι όμως, φαινόταν να υπάρχει μια σύμπνοια ανάμεσα στα φαινομενικά αυτά αντίθετα, σαν το προαιώνιο φυσικό τοπίο να άπλωνε τα χέρια του και να αγκάλιαζε τις εφήμερες ανθρώπινες κατασκευές δίνοντας τους μια υπόνοια στιβαρής υπόστασης, μια υπόσχεση αιωνιότητας. Σαν να μην ήταν ξένα σώματα τα κτίσματα αυτά στο τοπίο, σαν να ήταν πάντα εκεί. Η Κρήτη και τα τοπία της έχουν πιστεύω αυτή τη δύναμη: να ρουφούν τον επισκέπτη, τον εισβολέα, και να τον ενσωματώνουν, να τον κάνουν δικό τους χωρίς να μπορεί ή να θέλει να αντισταθεί.
Η προσέγγισή μου απέναντι στην οπτική extravaganza της τουριστικής περιόδου –μια πανδαισία χρωμάτων όπου συνδυάζεται ευφάνταστα το κιτς με το φολκλόρ- είναι συγχρόνως από τις θέσεις τις φαινομενικά αντίθετες του παρατηρητή και του πλάνητα (flâneur) και συνδυάζει τις δύο αυτές τακτικές: συχνά παρατηρώ το πλήθος από μια απόσταση «ασφαλείας», ενώ άλλες φορές περιπλανιέμαι ανάμεσα στους ξαπλωμένους λουόμενους και γίνομαι μέρος του πλήθους, σε σημείο που η παρουσία μου με τη φωτογραφική μηχανή να περνά απαρατήρητη. Στις φωτογραφίες μου οι άνθρωποι είναι παρόντες αλλά την ίδια στιγμή φαίνεται να απουσιάζουν. Απορροφημένοι στην προσπάθειά τους να βιώσουν την ηδονή του προσωρινού αυτού Παραδείσου, παραδομένοι στην ολοκληρωτική χαλάρωση των διακοπών-πακέτο, δεν δίνουν σημασία σε τίποτε άλλο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ελάχιστοι από αυτούς κοιτούν το φακό. Η σκηνοθεσία εδώ συμβαίνει ερήμην του φωτογράφου και εν αγνοία των πρωταγωνιστών: είναι μια σκηνοθεσία ακούσια. Γι αυτό και η καταγραφή εδώ δεν έχει χαρακτήρα φωτογραφικού ντοκουμέντου αλλά κυρίως είναι μια σύνθεση και μια πρόταση: συνθέτοντας επιλεκτικά κάποια στοιχεία της πραγματικότητας προτείνει διαφορετικές αναγνώσεις του ορατού κόσμου.
Ο Μαρίνος Τσαγκαράκης καταφθάνει στις ίδιες περιοχές όταν τα φώτα έχουν σβήσει, η πίστα έχει αδειάσει και η αναμονή για την επόμενη τουριστική σεζόν είναι ήδη διάχυτη στον αέρα. Τα τοπία του είναι έρημα, συννεφιασμένα αλλά και φωτεινά συγχρόνως, ποτισμένα από την υγρασία της βροχής και της θάλασσας, με κτίσματα αλλόκοτα, με έντονη την ατμόσφαιρα της εγκατάλειψης, σαν οι άνθρωποι που κατοικούσαν τα μέρη αυτά να έφυγαν τρέχοντας ύστερα από κάποια πυρηνική ή άλλη καταστροφή που άφησε ακέραιο το κέλυφος σκοτώνοντας ό,τι ζωντανό υπήρχε εντός του. Ο Τσαγκαράκης σκηνοθετεί συνειδητά και συγχρόνως «φωτίζει» (δεν είναι τυχαία η χρήση του φλας στις φωτογραφίες του) μια καλά κρυμμένη, άγνωστη πλευρά του τουρισμού. Ο ίδιος επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Η τουριστική βιομηχανία έχει επέμβει δραστικά πάνω στο έδαφος, μετασχηματίζοντας το σε εμπόρευμα, προκαλώντας φαινόμενα με έντονο κοινωνικοπολιτισμικό χαρακτήρα. Οι διάφοροι προορισμοί κινδυνεύουν να αλλάξουν τελείως δομή, μορφή και ταυτότητα και να τυποποιηθούν μέσα στην όλη διαδικασία ικανοποίησης των τουριστικών επιθυμιών. Αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό, είναι ότι με αυτόν τον τρόπο δεν υποβαθμίζεται μόνο το τελικό προϊόν, αλλά κυρίως υποβαθμίζονται οι ίδιες οι τοπικές κοινωνίες, οι οποίες στις περιόδους μη τουριστικής αιχμής πρέπει να συμβιβαστούν να ζήσουν στα κατάλοιπα της εποχιακής βιομηχανίας».
Βλέποντας για πρώτη φορά τις φωτογραφίες του Μαρίνου Τσαγκαράκη στην έκθεση Depression Era στο Μουσείο Μπενάκη όπου συμμετείχαμε και οι δυο ως μέλη της ομώνυμης κολεκτίβας, «είδα» ότι κι εκείνος «είδε». Σε διαφορετικό χρόνο, με άλλη αισθητική προσέγγιση, αποτυπώσαμε και οι δυο τα αποτελέσματα της συνύπαρξης του τοπίου με τον άνθρωπο σε αιχμηρές, παράδοξες, αστείες, μελαγχολικές αλλά και συχνά ποιητικές εικόνες. Η ιδέα της έκθεσης Summer Inn Paradise προέκυψε πολύ φυσικά, σε μια διάθεση τόσο να έλθουμε σε διάλογο μεταξύ μας όσο και να μοιραστούμε το αποτέλεσμα της κοινής αυτής φωτογραφικής μας εμπειρίας με τους θεατές και ο τόπος της έκθεσης δε θα μπορούσε να είναι άλλος παρά η Ανατολική Κρήτη. Στόχος της έκθεσης δεν είναι να κάνει κριτική, να καταγγείλει ή να στιγματίσει. Οι φωτογραφίες άλλωστε μιλούν από μόνες τους και στον καθένα μπορεί να αφηγούνται πολύ διαφορετικές ιστορίες. Βλέποντας ξανά και ξανά τις φωτογραφίες τις δικές μου και του Τσαγκαράκη συνειδητοποιώ ότι τελικά αυτό που θελήσαμε είναι, πολύ απλά, να δείξουμε αυτό που είδαμε, και να πούμε ναι, ήμουνα κι εγώ εκεί, και να η απόδειξη πως αυτό που είδα υπάρχει, κάπου αλλού, αλλά κι εδώ, ίσως.
Αγγελική Σβορώνου
(επιμελητικό κείμενο για την έκθεση Summer Inn Paradise στη Δημοτική Πινακοθήκη Αγίου Νικολάου, Μάιος 2017, Άγιος Νικόλαος Λασιθίου)