Text – Landscapes Behind

Landscapes Behind

I could easily discuss Angela Svoronou’s photographs on a semiological basis. Instead, I have chosen to converse within the context of a theology of the image. The reasons for this choice will, I hope, become clear later. As is generally known, evidence of the physical appearance of Christ as a human being was sought in the actual imprints that his face supposedly left on a piece of cloth. Various legends are mingled here: the veil of Saint Veronica (vera eikon), the sudarium that was used to wipe the blood and sweat off Jesus’ face on his way to Golgotha, the Mandylion of Edessa (Messopotamia). In all these tales the face of God-man is invariably imprinted on the fabric in an acheiropoieton way, without the mediation of a human hand. Subsequently, painters inspired by the subject would paint a piece of fabric where the traits of the face of Jesus are vaguely silhouetted. Those barely discernible, shadowy lines came to my mind when I first saw Angela Svoronou’s photographs of traces left on the walls of deserted rooms by the frames that once hang there.

The resemblance is by no means coincidental. Photography’s own nature is inherently acheiropoietos (not made by hand). This trait was highlighted by the theoretical output that has dealt with photography ever since its beginnings, when it was called “the pencil of nature”, up until Roland Barthes and our own time. Something or someone had actually been there, in front of the camera, and had left his impression by way of a physical-chemical process, without the active interference of a human hand. Similarly, in Svoronou’s pictures, something has been there, over the sofa, above the radiator, on the door, or on the white tiles of a bathroom wall. An inexpensive poster casually stuck on the wall, a framed image, a mirror. Dust drew the outlines of the object that used to hang there, while its rear surface on the wall stopped the time, delaying the effect of decay and dirt. Now that the object is gone, the emptiness in space and time is thoroughly delineated. It is outlined by dirt and confirmed by the hanging apparatus that usually remains after the removal of the artifact that it secured on the wall. Those nails on the wall are actually the anchor points of our eyes. Without them the parallel and perpendicular edges and the shadows formed within become spectral, shadowy, pointedly incorporeal. Hence the need for tangible things, bits of tape, nails and hooks as well as plugs and switches that will re-place the missing image in its original context, the living room, the sitting room or the bedroom.

However, the spectral, immaterial character of those absence-mapping surfaces does not render them two-dimensional. On the contrary: their most interesting feature is that they often turn out to be tangibly provocative, as if they were protruding from the wall. Then of course, there are these utterly impalpable surfaces that when viewed among the objects and the wall surrounding them seem to belong to a different monitoring area. For instance the yellowish rectangular form above the flower pattern sofa creates a kind of void in our field of vision that is already dominated by the overwhelming material presence of the sofa and sconces. It seems that our eyes can only grasp that yellowish form by focusing in a different way. An interesting optical effect can also be observed in the wallpaper picture where, behind the ornamental flowers lurks a sort of gaping window, an internally lit area. But the most paradoxical of them all is the image of the tiny little hook and nail on the inside corner of a wall. It looks as if the wall was subsequently folded, enshrouding the object that used to hang there and left its shadow.

In Svoronou’s pictures I see vacant or half-empty spaces with rectangular patches hanging like scarves over dirty walls. They are the tokens of previous aesthetic interventions, of the pain caused by the absence of loved ones, they even testify of a horror vacui or of metaphysical questions. We don’t know what there was and where exactly it had been. Was it a religious icon, a landscape, a poster of a movie star? The traces left by them all are not identical and yet they are not so dissimilar that they may address the viewer and introduce themselves.

Kostas Ioannidis

Athens, 2012

Kostas Ioannidis is Professor of Art Theory and criticism at the Athens School of Fine Arts. He is the author of Contemporary Greek Photography, A century in thirty years published by Futura Editions, Athens 2008. His articles, texts and reviews have been published in many books, magazines and exhibition catalogues.

To view the full text in the Lanscapes Behind Catalogue go

to: https://issuu.com/angelasvoronou/docs/landscapes_catalogue_medium

 

Έχουν Οι Τοίχοι Αυτιά; Της Μαρίας Γιαγιάννου

 

Οι φωτογραφίες της Αγγελικής Σβορώνου είναι μια οργανωμένη φάρσα ανατροπής του Πραγματικού. Μπορεί να αναμένεται κάτι τέτοιο από μια σειρά ρεαλιστικών φωτογραφιών που απεικονίζουν ακριβώς τα ντουβάρια της πραγματικότητας; Σύντομα αποκαλύπτεται ότι οι εν λόγω φωτογραφίες, τα τοιχοτοπία της Σβορώνου με τίτλο «Landscapes Behind», ακυρώνουν κομψά τους τοίχους.

Τα είκοσι έργα ποικίλων διαστάσεων που εκτίθενται στο Titanium αποτελούν διακριτικές καταγραφές των χώρων όπου ζήσαμε και τους οποίους εγκαταλείψαμε. Κάθε τοπίο έχει συντεταγμένες και πραγματικές διαστάσεις. Το πάνω μέρος του καλοριφέρ, ένα ή περισσότερα καρφιά στον τοίχο, φθαρμένα πλακάκια, διακόπτες, κεραίες κάποιας τηλεόρασης, μια γωνία του τοίχου, ένα μέρος της κουρτίνας, μια παλιά ταπετσαρία, ένα βάζο με (ψεύτικα, δηλαδή ζωντανά ες αεί) λουλούδια, ένας καναπές, λωρίδες κολλητικής ταινίας που ξέμειναν στον τοίχο. Τα παραπάνω στοιχεία εμφανίζονται στις επιφάνειες και διεκδικούν μια παρουσία. Πράγματι παρουσιάζονται˙ ως αναβαπτισμένοι σπόνδυλοι ενός σκελετού, στοιχεία ασήμαντα, αλλά ασήμαντα εκ νέου, ασήμαντα έμπλεα σημασίας. Η περιφερειακή σημασία τους είναι ότι αποκαλύπτουν μια κεντρική απουσία˙ την απουσία θέματος. Το θέμα αποχωρεί μαζί με τον άνθρωπο˙ τον ένοικο του σπιτιού, τον υπάλληλο του γραφείου, τον πρώην ιδιοκτήτη της επιχείρησης, το κάποτε νιόπαντρο ζευγάρι. Στο τέλος εκείνος που ξυριζόταν καθημερινά στον καθρέφτη του μπάνιου ξεκρεμάει τον καθρέφτη και βγαίνει. Αφήνει στα πλακάκια του τοίχου το σημάδι της κορνίζας, το οποίο παραδόξως καθρεφτίζει εξίσου με τον καθρέφτη τον χρόνο που περνά.

Ο άνθρωπος που έφυγε, το άλλοτε κεντρικό θέμα, γίνεται τώρα το «πίσω τοπίο»/the landscape behind. Ο άνθρωπος είναι μια κρυφή πτυχή της ζωής του τοίχου. Ο πρωταγωνιστής τοίχος στα έργα της Σβορώνου κρατάει καλά τα μυστικά του. Ο τοίχος είναι τάφος εχεμύθειας.

Σίγουρα βρισκόμαστε μπροστά σε μια ισχυρή εννοιολογική εργασία, που παγιώνει την κοσμοθεώρησή της μέσα από την αναγκαία εμμονική παραλλαγή του ίδιου θέματος. Κατορθώνει ωστόσο να μην κουμπώσει σε ένα επαναλαμβανόμενο συνθετικό μοτίβο, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί το μίνιμαλ αισθητικό στίγμα που, όπως εικάζω, χρωστάει αρκετά στην πεπαιδευμένη ματιά της καλλιτέχνιδος η οποία ανασύρει τα μονοχρωματικά πεδία των αφηρημένων εξπρεσιονιστών, αλλά και την χωμάτινη εικονοσυνθετική ποίηση του Antoni Tàpies. Οι φωτογραφίες της Σβορώνου μοιάζουν να έχουν ματιέρα. Το μέγεθός τους είναι φυσικό και μπορεί κανείς σχεδόν να μυρίσει την εγκατάλειψη, να γρατζουνιστεί από μια προεξοχή στην επιφάνεια ή να πιστέψει ότι λερώθηκε από τη μαυρίλα που άφησε πίσω της κάποια βιβλιοθήκη. Η Σβορώνου επιλέγει τα χρώματα που προτιμάει ο χρόνος˙ τα θαμπά γκρίζα, τα ωχρά κίτρινα με τα λευκά μπαλώματα, τα βρώμικα υπόλευκα.

Πού μπορεί να βρίσκεται λοιπόν η φάρσα για την οποία μιλήσαμε στην εισαγωγή; Στο γεγονός ότι ενώ οι φωτογραφίες δείχνουν να απεικονίζουν το Πραγματικό στην απόλυτη μορφή του, την Απουσία, τελικά δεν απεικονίζουν παρά μια καραμπινάτη Παρουσία˙ μια απουσία απ’ την ανάποδη. Εννοείται πως η ψευδαισθητική τους φύση είναι εντονότερη από την αυτονόητη οφθαλμαπάτη που σχεδόν εξ’ ορισμού (τουλάχιστον εκ πλατωνικού ορισμού) παράγει το έργο τέχνης. Εδώ κάθε φωτογραφία είναι μια επικάλυψη απουσίας που εναποτίθεται πάνω στο Πραγματικό, εκεί όπου, σε τελική ανάλυση, η πραγματικότητα ταυτίζεται με τον τοίχο μου. Είναι ο τοίχος του σαλονιού που θα φιλοξενήσει πάνω του ένα έργο της Σβορώνου, το εδώ και τώρα, το σαλόνι μου, όπου πάνω από τον καναπέ θα τοποθετηθεί ένας καναπές (!) πάνω από τον οποίο θα υπάρχει ένα σημάδι από το κάδρο που αφαιρέθηκε. Πάνω από τον καναπέ μου θα τοποθετηθεί μια παραστατικότατη ψευδαίσθηση απουσίας, που λειτουργεί ως απόλυτη και μάλιστα απροσδόκητη παρουσία, λόγω της τόσο ανάρμοστης θέσης της.

Στα έργα της Σβορώνου ανακτά σημασία ο τοίχος που απεικονίζεται, αλλά κυρίως αποκτά ιδιάζουσα σημασία ο τοίχος όπου θα κρεμαστούν, γενόμενος ένα αινιγματικό αστείο. Ο τοίχος μου αποκτά χιούμορ και αυταπάρνηση, καθώς αποσιωπά τον καθαρό εαυτό του, ώστε να δώσει τον λόγο σε έναν ξένο, φθαρμένο τοίχο και να αναδείξει την οντολογία του είδους του. Το εγωιστικό γονίδιο του τοίχου μου τον κάνει να απαρνηθεί τον σοβατισμένο εαυτό του, ώστε εντέλει να διασώσει το είδος του σε όλες τις φάσεις μιας ποικιλόμορφης φθοράς. Η Σβορώνου δίνει την ευκαιρία στον τοίχο μου να γίνει ένας άλλος, άγνωστος τοίχος και σ’ εμένα να ταυτιστώ με έναν άλλο, άγνωστο ένοικο.

Καθώς λοιπόν γεμίζω τον δικό μου τοίχο με την απουσία που υπογραμμίζει ένας ξένος, γεμίζω το μηδέν του τοίχου μου με το πλασματικό μηδέν του έργου. Είναι όμως η πρώτη φορά που μηδέν εις το μηδέν μας κάνει Ένα. Ένα δυνατό αισθητικό αποτέλεσμα, μελαγχολικό και σύγχρονο, με λεπταίσθητο χιούμορ και επίγνωση της παροδικής ανθρώπινης βίζιτας στο Μεγάλο Οικοδόμημα, που επιπλέον καταγράφει  την επιμονή του γύρω κόσμου να θέλει να παραμένει εκεί, ηλικιωμένος τοίχος του χωροχρόνου, με αυτιά ανοιχτά και δεκάδες ανείπωτα μυστικά.

(Το παρόν κείμενο της συγγραφέως και θεωρητικού της τέχνης Μαρίας Γιαγιάννου γράφτηκε με αφορμή την έκθεση Landscapes Behind στην Titanium Yiayiannos Gallery και δημοσιεύθηκε στο blog BIBLIOTHEQUE στις 10 Δεκεμβρίου 2012).

 

Η ΚΟΥΖΙΝΑ ΤΟΥ ΟΡΑΤΟΥ

Η δουλειά της Αγγελικής Σβορώνου

Οι φωτογραφίες της Αγγελικής Σβορώνου διατρέχουν ένα εκκρεμές. Από τη μία μεριά ιχνογραφούν την απουσία σαν καντηλάκια κοιμητηρίου και από την άλλη υπαινίσσονται τους τρόπους παρασκευής της παρουσίας, σε μια κατά μέτωπο βύθιση στην κουζίνα του ορατού. Το εύρος της ταλάντωσης αυτής της ιδιότυπης ξεναγού επιφανειών κυμαίνεται από την περίσκεψη στο σαρκασμό, από την αποκάλυψη στην ειρωνεία, από το ψιμύθιο στη γυμνότητα, από το “αχειροποίητο” στην ζωγραφική και τούμπαλιν σε ένα αδιάκοπο, συνεχές σχόλιο για τον ίλιγγο του παροδικού. Από το περίκλειστο, βαθιά ιδιωτικό τοπίο των φωτογραφιών της (καθότι η Αγγελική φωτογραφίζει τα ντουβάρια που μας περιστοιχίζουν δια βίου κατά το κοινώς λεγόμενον) που υπαγορεύεται από το πραγματικό μέγεθος των έργων και από τις επιστάμενες, αδιαμεσολάβητες μετωπικές λήψεις 90 μοιρών που μοιάζουν αντεστραμμένες φωτογραφίες ταυτοτήτων (σαν αντεστραμμένα id’s), απουσιάζει κάθε “ατμοσφαιρικότητα” όπως και κάθε θέμα.

Ωστόσο, από τα βάθη αυτού του περίκλειστου κόσμου δεν απουσιάζουν οι ρωγμές, οι χαραμάδες από όπου καταφέρνει να αναδυθεί ο στοχασμός για το νόημα του κατοικείν, για την ανεστιότητα της αστικής ζωής. Οι τοίχοι της μοιάζουν με χάρτες τραυμάτων στο σώμα της όρθιας τσιμεντένιας ζωής που στέκεται αντικρύ μας. Σε αυτή τη σειρά από τατουάζ τοίχων, λοιπόν, η Σβορώνου όπως κάθε γνήσιος καλλιτέχνης γίνεται κλεπταποδόχος και αποδίδει τον ρόλο του δερματοστίκτη στο «αχειροποίητο» ή στο πεπρωμένο αποκρύπτοντας τη δική της συνεισφορά, το δικό της ειρωνικό, αποκαλυπτικό πλαίσιο που έρχεται την ίδια στιγμή να επικαλύψει με τη σειρά του την έλλειψη των κάδρων που αναπαριστά παραπέμποντάς μας στη ζωγραφική του Ρόθκο από την οποία δείχνει τόσο επηρεασμένη.

Στο διάστικτο δέρας του κάθε τοίχου παρατηρείς τα χνάρια των απερχόμενων κάδρων, μια ψεύτικη ανθοδέσμη που θάλλει αθώα, τον μικρόκοσμο μιας αγνοημένης γωνίας, την ερημία ενός καρφιού που έχει απαλλαγεί από τα χρόνια καθήκοντά του, ξέφωτα απουσίας πάνω σε φλοράλ ταπετσαρίες, τους χιλιάδες τρόπους που μετέρχεται ο χρόνος για να διασπάσει το ορατό .  Η Σβορώνου φαίνεται να επιτηρεί τους τοίχους της με την γεωμετρημένη ευαισθησία μίας λεπιδοπτερολόγου, αλληλέγγυα στην κάθε μικρή τους ρωγμή, σε όλα τα καμώματα του ορατού, επιτηρώντας τον ελάχιστο, μέγα τους κόσμο. Όμως ενώ το ορατό στέκεται μπροστά σου διαυγές,  ο άνθρωπος και η φύση λείπουν (η Εδέμ είναι μακριά), η παρουσία του άστεως είναι μια υποψία έξω από τη μόνωση των τοίχων, τα κάδρα έχουν ξεσηκωθεί, τα σκεύη έχουν αποσυρθεί, τα έπιπλα έχουν αμπαλαριστεί, τα πρόσωπα που καθρεπτίζονταν σε αυτούς τους τοίχους δεν βρίσκονται πια εδώ. Η Σβορώνου λοιπόν σε αυτήν την δουλειά της όπως και σε άλλες προηγούμενες θέλει να «στήνει σκηνικά κι ύστερα να τα χαλνά» όπως οι θεατρίνοι στο ομώνυμο ποίημα του Σεφέρη, πριν τα σαρώσει φωτογραφικά σαν τη μοίρα στον σημαίνοντα χαμό τους

Θοδωρής Σπυριδάκης, Άγιος Νικόλαος 2020

To παρόν κείμενο γράφτηκε για την έκθεση «Τοπία εν Ευδία» η οποία πραγματοποιήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγίου Νικολάου.


Τοπία εν ευδία
 

Η ευδία δημιουργεί τις αναγκαίες συνθήκες για να δούμε καθαρά ένα τοπίο. Τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε την αξία του και να χαρούμε την ομορφιά του.

Ο  τίτλος «τοπία εν ευδία», λοιπόν, αξιοποιώντας και την καθαρευουσιάνικη φόρμα του, μας προετοιμάζει για θέαση τοπίων σε βάθος  (χρόνου) και με ευκρίνεια (νοηματική). Εν προκειμένω προσδιορίζει την έκθεση φωτογραφίας της Αγγελικής Σβορώνου, που πραγματοποιείται αυτήν την περίοδο  στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγίου Νικολάου.

Ο επισκέπτης έρχεται σε επαφή με 21 έργα, όπου «αναγιγνώσκει» ευκρινώς το τοπίο της «απουσίας»,  μέσα από  σήματα που εκπέμπει η αδιαμφισβήτητη  παρουσία της.   Τα σήματα αυτά επιδέχονται τριπλή τουλάχιστον ανάγνωση: φιλοσοφική, κοινωνική, καλλιτεχνική.

Η φιλοσοφική ανάγνωση θα μπορούσε να συνοψιστεί στο επιτάφιο επίγραμμα «et in Arcadia ego»[i].  Πρόκειται για φράση που γνωρίσαμε κυρίως μέσα από δυο  πίνακες με το ίδιο θέμα  του Nicolas Poussen, ζωγράφου του 17ου αιώνα, με τίτλο «Οι βοσκοί της Αρκαδίας». Οι ερμηνείες που προτείνονται (οι πλέον αποδεκτές) είναι τρεις: α) Είμαι και εγώ στην Αρκαδία (εννοείται ότι μιλεί  ο θάνατος), β) ο θάνατος υπάρχει ακόμη στην Αρκαδία, γ) αυτός που βρίσκεται στον τάφο έζησε στην Αρκαδία[ii]. Όποια ερμηνεία και αν επιλέξουμε, το νόημα στηρίζει τη βεβαιότητα του θανάτου, που τον  θέλει ενυπάρχοντα, παρόντα, ακόμα και στα παραδείσια τοπία (π.χ. ενός εξωραϊσμένου παρελθόντος).

Σε ό,τι αφορά στην κοινωνική «ανάγνωση» είναι πολύ ενδιαφέρων ο τρόπος  που συναρτώνται οι άνθρωποι ως σκιές – ως αναμνήσεις με τον χώρο. Και ακόμη πιο ενδιαφέρουσα η παρέμβαση της φωτογράφου-καλλιτέχνιδος,  όταν υπογραμμίζει την αναγέννηση ενός θέματος. Στο έργο με αρ. 12 π.χ. ο τίτλος είναι «Άτιτλο», όπως στην πλειονότητα των έργων. Όμως εδώ προστίθεται ο υπότιτλος «αίμα», με αποτέλεσμα να υποχρεώνει τον θεατή να επαναδιαπραγματευθεί τα σημάδια των ήλων στον τοίχο ως τραύματα-πληγές, και το ίχνος της κόκκινης πινελιάς κάτω από αυτά ως το αίμα του ανοικτού τραύματος …. Ο πίνακας αυτός θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε  ότι αποτελεί την «κεντρική ιδέα» της έκθεσης.

Θα μπορούσαμε, αν τον ρόλο αυτό δεν αναλάμβανε το έργο που υποδέχεται ως πρώτο και κατευοδώνει ως τελευταίο τους επισκέπτες. Έχει τον αρ. 21 και τιτλοφορείται «Άτιτλο». Όμως ο υπότιτλος «το δωμάτιο του πατέρα» φωτίζει αφενός την  άκρως  λειτουργική αρχιτεκτονική της έκθεσης και αφετέρου συμπυκνώνει επιτυχώς τον λαλίστατο χαρακτήρα της «απουσίας», που εδώ υπενθυμίζει την αρραγή  ενότητα παρελθόντος και παρόντος.

Τέλος, ως καλλιτεχνικός «συλλαβισμός» (είμαι όλως αναρμόδιος για «ανάγνωση» σε αυτόν τον τομέα) μας υπενθυμίζει ότι ο ρόλος του καλλιτέχνη/της καλλιτέχνιδος δεν είναι να αναπαραστήσει το ορατό, αλλά να καταστήσει ορατό το νοητό.

Πρόκειται για μια πολύ αξιόλογη πολιτισμική παρουσία, με νόημα βαθύ και ευρεία καλλιτεχνική αρτιότητα, την οποία η τρέχουσα πανδημία καθιστά –ατυχώς- εν μέρει δυσπρόσιτη.

Νεάπολη 30/8/2020

Γιάννης Μ. Χρονάκης

(Το παρόν κείμενο γράφτηκε με αφορμή την έκθεση «Τοπία εν Ευδία» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγίου Νικολάου και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ανατολή την 1η Σεπτεμβρίου 2020)

[i] Φράση στα λατινικά που σημαίνει «ακόμα και στην Αρκαδία είμαι παρών».

[ii] Η Αρκαδία συμβολίζει το παραδείσιο τοπίο.

 

Show Sidebar Hide Sidebar

Share it on your social network:

Or you can just copy and share this url