H φωτογραφία της Αγγελικής Σβορώνου δημιουργεί αόρατες συνθήκες ανάμεσα σε διαφορετικές σφαίρες θέασης. Το έργο της καταδεικνύει μια αποστασιοποιημένη διάσταση της ομορφιάς (με έντονες αναφορές στα ρεαλιστικά αστικά τοπία της Ολλανδικής ζωγραφικής του 17ου αιώνα) και ταλαντεύεται με τη μορφή της σκηνογραφημένης εικόνας, ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία. Στα νατουραλιστικά πορτραίτα που «γεννιούνται», κάθε στοιχείο της σύνθεσης ενδυναμώνεται από την ομορφιά και τη γαλήνη που φαίνονται να υπηρετούν το κοινότοπο και το εγκόσμιο. Η πρακτική και το αποτέλεσμα, μαρτυρούν τη σχέση, που οικειοποιείται η καλλιτέχνις, ανάμεσα στην ακαδημαϊκή φωτογραφική πρακτική και τους εικονογραφικούς κώδικες των περιοδικών εκδόσεων που αφορούν στη μόδα, το σινεμά αλλά και τη μουσική. Το χρωμοφόρο σύνολο των συνθέσεων ανάγεται σε μια προσωπική, αυτόνομη φωτογραφική σφαίρα απεικόνισης και οι αρμονίες που καλλιεργούνται ανάμεσα στη γεωμετρική και αρχιτεκτονική διάταξη των στοιχείων και του φωτός, παραπέμπουν στη μουσική μορφή ενός ιντερλούδιου, ενός μουσικού διάκενου μεταξύ δύο μουσικών πράξεων.
Στο project Interludes περιγράφεται με φανταστική ενάργεια ο αινιγματικός παροξυσμός των μοντέλων, των φίλων που αποκτούν μια μυστηριακή διάσταση μέσα στο ρεαλιστικό αστικό τοπίο στο οποίο πρωταγωνιστούν.
Η Σβορώνου εφευρίσκει μια μορφή τελετουργικού φωτογραφικού αυτοσχεδιασμού κατά τον οποίο διερευνάται το απρόσμενο και το άγνωστο της προσωπικής στιγμής και κατ’επέκταση η μύχια, ενδοσκοπική σύγκρουση η οποία μπορεί να υπαινίσσεται τις αδόκητες διαθέσεις του σύγχρονου ανθρώπου μέσα από τις καθημερινές του πράξεις και την αβεβαιότητα της συγχρονικότητας.
H καλλιτέχνης διεισδύει σαν άγνωστος στο φιλικό γι αυτήν τοπίο, σχεδιάζοντας και σκηνοθετώντας με «ζωγραφικό» αυτοσχέδιο τρόπο τις λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής. Τελικά το φωτογραφικό «πάγωμα» του χρόνου και το φως που αποκτά περιγραφικές ιδιότητες του ψυχισμού, συντελούν στην μορφοποίηση ηρωίδων οι οποίες μέσα από τη στιγμιαία εμφάνιση τους αλλά και τις αποκλίνουσες μνήμες τους φαντάζουν ως σύγχρονες «Μαντόνες». Και οι αρσενικοί ήρωες/φίλοι των σκηνών, μετουσιώνονται σε μορφές ενός πνευματικού χώρου που όμως διακατέχονται από τη μοναξιά της προσωπικότητάς τους.
Οι εικόνες γεννούν το εξής ερώτημα: σε ποιο βαθμό μπορεί να ενεργοποιηθεί η προσωποποίηση του θεατή με το υποκείμενο και η συμπάθειά του καθώς και η ενεργή συναισθηματική συμμετοχή του. Στη μελέτη του περί συμπάθειας[1], ο ακαδημαϊκός Alessandro Giovanelli διατείνεται ότι το φαινόμενο της συμπάθειας προκύπτει μέσω της ταύτισης με τους αφηγηματικούς χαρακτήρες μιας κατάστασης και υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μετατραπεί άρδην σε εμπάθεια στην περίπτωση ανάγκης υιοθέτησης στοιχείων του χαρακτήρα. Η φωτογραφική συνθήκη την οποία κατεργάζεται η Σβορώνου, αφήνει ψήγματα ταύτισης με τον πρωταγωνιστή. Η φωτογραφική εικόνα έχει ήδη ορίσει τα επίπεδα εσωτερικότητας και εξωτερικότητας, σε μία αληθοφανή αναπαράσταση την οποία «oλοκληρώνει» και μετουσιώνει η φαντασία του θεατή. Στο χέρι της είναι η συνθήκη αγάπης και μίσους που δημιουργείται απέναντι στον πρωταγωνιστή της εικόνας.
Το σύνολο της καταγραφής «αστικών αφηγήσεων» το οποίο συναρμολογείται στο πρότζεκτ Interludes , γεννά ερωτήματα ως προς το θέμα της μυστικής παρατήρησης και της μελέτης της αναπαράστασης του υποκειμένου τόσο στην «εσωτερική» όσο και την «εξωτερική» του διάσταση. Οι κοινωνικές προβληματικές που μελέτησαν εκτενώς στο έργο τους καλλιτέχνες όπως οι Larry Clark, Nan Goldin, Dan Graham και Τοm Hunter, εξετάζουν διεξοδικά το δίλημμα των ορίων που ενυπάρχει ανάμεσα στην αφηγηματικότητα και την εννοιολογική διάσταση της εικόνας. Η πολιτική κριτική που άσκησε η Susan Sontag[2] στο ίδιο το αντικείμενο της φωτογραφικής αναπαράστασης – κατά πόσο δηλαδή η οντολογική διάσταση των πραγμάτων μπορεί να αποτυπωθεί μέσω της επιφανειακής αναπαράστασης, διαφαίνεται να ενυπάρχει σαν πρόκληση στην «καταστασιακή», θεατρική ατμόσφαιρα των φωτογραφικών τοπίων Interludes. Το εικονογραφικό αποτέλεσμα αν και αποφορτισμένο από την επιδίωξη άμεσης κοινωνικής κριτικής, αποκτά το ρόλο ευφυούς παιγνίου το οποίο ορίζεται από το ερώτημα του κατά πόσο το ίδιο το μέσο της φωτογραφίας έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την ίδια τη δυναμική διάσταση ή την ασυμβατότητα του περιεχόμενού της .
Μαργαρίτα Καταγά
Επιμελήτρια – Ιστορικός Τέχνης
(Το παρόν κείμενο γράφτηκε για την έκθεση Young Greek Photographers, Athens Photo Festival 2010)
[1] |Alessandro Giovanelli, In Sympathy with Narrative Characters in The Journal of Aesthetics and Art Criticism, Volume 67, Number 1, Winter 2009
[2] Susan Sontag, On Photography (New York: Farrar, Strauss and Giroux, 1977), pp.41-42
Φωτογραφίες 2004-2017
Οι σκηνοθετημένες φωτογραφίες της Αγγελικής Σβορώνου έχουν σαν αφετηρία τον διάλογο που έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια μεταξύ της τυχαίας (found) και της σκηνοθετημένης (staged) φωτογραφίας και το ρόλο του νατουραλισμού και του tableau (με σαφή αναφορά στο ζωγραφικό πίνακα) στη δημιουργία αφηγηματικού περιεχομένου στη φωτογραφία. Η Σβορώνου αναφέρεται σ’ αυτό που ο (πρωτοπόρος της σκηνοθετημένης φωτογραφίας) Jeff Wall, επηρεασμένος από σχετικό δοκίμιο του Diderot ονομάζει the absorptive mode «όπου ο φωτογραφιζόμενος, απορροφημένος από τις δραστηριότητές του βρίσκεται βυθισμένος στο δικό του κόσμο και δε δείχνει να συνειδητοποιεί τη συμμετοχή του στη φωτογραφική πράξη και κατά συνέπεια την παρουσία του θεατή». Τέτοιες τεχνικές χρησιμοποιήθηκαν επίσης από φωτογράφους του 19ου αιώνα, όπως η Julia Margaret Cameron της οποίας ο φαινομενικός νατουραλισμός στα large head studies κρύβει μια ελεγχόμενη και απαραίτητα σκηνοθετική προσέγγιση με στόχο να εκφράσει συναισθηματικές ή πνευματικές «αλήθειες» ή φαντασιώσεις. Αναφερόμενη στη ζωγραφική παράδοση του πορτραίτου, η Σβορώνου χρησιμοποιεί τα έπιπλα και μικροαντικείμενα που περιστοιχίζουν τα μοντέλα της –αντί για τη χειρονομία (gesture)- ως πηγή πληροφοριών για την ταυτότητά τους. Αυτό φέρνει και πάλι στο μυαλό τη φωτογραφία του 19ου αιώνα όπου για τεχνικούς λόγους ο φωτογραφιζόμενος έπρεπε να παραμένει ακίνητος για σχετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα ενώ χρησιμοποιούνταν διάφορα μικροαντικείμενα (props) για να ζωντανέψουν αυτή τη σχεδόν νεκρική ακινησία. Η Σβορώνου επιδιώκει επίσης να προσθέσει ένα ακόμα επίπεδο αφήγησης παραθέτοντας μαζί με τις φωτογραφίες αποσπάσματα κειμένων τα οποία συνέθεσε η ίδια η καλλιτέχνης από κείμενα που βρήκε στο Google, βάζοντας σαν θέμα αναζήτησης την περιγραφή της αντίστοιχης φωτογραφίας. Ο θεατής καλείται να τα χρησιμοποιήσει συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία ενός υποθετικού ή λανθάνοντος αφηγηματικού περιεχομένου.
Magdalene Keaney
National Portrait Gallery London
Text by Magdalene Keaney of The National Portrait Gallery
Angela Svoronou’s staged (photographs that are) portraits engage with the current topical interrogation of the found vs, the staged image and tableau and naturalism in the creation of narrative content in contemporary photographic practice. Svoronou references Jeff Wall’s discussion of the absorptive mode, (Wall referencing the eighteenth century treatises of Diderot) ‘in which figures are immersed in their own world and activities and display no awareness of the construct of the picture and the necessary presence of the viewer’.
Such strategies were also employed by nineteenth century photographers such as Julia Margaret Cameron whose apparent naturalism in her large head studies belies a controlled and necessarily staged process of image making with the aim of conveying emotional or spiritual truth or subjectivity. In referring to the traditions of portrait painting Svoronou uses the accumulation of objects around her sitters to suggest information about identity rather than gesture. Again this stillness might be interestingly considered in relation to nineteenth century photography (though not Cameron) where it was a technical requirement that a sitter remain motionless for a relatively long period, but the almost deadly stillness was compensated for by use of props. The notion of story telling is taken further in Svoronou’s work through the juxtaposition of her photographs with text bites obtained when the artist put the photographs’ title as a search topic in Google. Thus the viewer in invited use this to strengthen a correlation with a presumed or implied narrative.
Magdalene Keaney, 2005